Χιογενής

Revision as of 02:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ές,

   A of Chian growth, of wine, AP11.44 (Phld.).

Greek (Liddell-Scott)

Χῑογενής: -ές, Χῖος τὸ γένος, τὴν καταγωγήν, ἐπὶ οἴνου, Βρομίου Χιογενῆ πρόποσιν Ἀνθ. Π. 11. 44.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
originaire de Chios.
Étymologie: Χίος, γένος.

Greek Monotonic

Χῑογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που κατάγεται από τη Χίο, λέγεται για κρασί, σε Ανθ.