χολίκιον

Revision as of 02:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

το, Dim. of χόλιξ, Thphr.Char.9.4, Poll.6.52.

German (Pape)

[Seite 1363] τό, dim. von χολιξ, Theophr. char. 9.

Greek (Liddell-Scott)

χολίκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ χόλιξ, Θεοφρ. Χαρακτ. Ο, Πολυδ. Ϛ΄, 52.

Greek Monolingual

τὸ, Α χόλιξ, -ικος]
υποκορ. του χόλιξ.

Greek Monotonic

χολίκιον: τό, υποκορ. του χόλιξ, σε Θεόφρ.