ὦλαξ
English (LSJ)
ακος, ἡ, Dor. for αὖλαξ, EM625.37.
German (Pape)
[Seite 1409] ἡ, dor. = αὖλαξ, s. auch ὦλξ.
Greek (Liddell-Scott)
ὦλαξ: -ακος, ἡ, Δωρ. ἀντὶ αὖλαξ. ἴδε καὶ ὦλξ.
Greek Monotonic
ὦλαξ: -ακος, ἡ, Δωρ. αντί αὖλαξ.
ακος, ἡ, Dor. for αὖλαξ, EM625.37.
[Seite 1409] ἡ, dor. = αὖλαξ, s. auch ὦλξ.
ὦλαξ: -ακος, ἡ, Δωρ. ἀντὶ αὖλαξ. ἴδε καὶ ὦλξ.
ὦλαξ: -ακος, ἡ, Δωρ. αντί αὖλαξ.