χώσεται

Revision as of 02:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. f. ind. ou poét. 3ᵉ sg. sbj. ao. Moy. de χώομαι.

Greek Monotonic

χώσεται: Επικ. αντί χώσηται, γʹ ενικ. υποτ. αορ. αʹ του χώομαι.