ἀναρίστητος

Revision as of 05:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ον,

   A not having breakfasted, Eup.68, Ar.Fr.454, Gal.15.562.

German (Pape)

[Seite 205] der nochnicht gefrühstückt hat, nüchtern, Antiphan. u. Timocl. com. bei Suid.; Eupol. bei Ath. II, 47 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνᾱρίστητος: -ον, ὁ μὴ προγευματίσας, ἀπρογευμάτιστος, ἀναρίστητος ὢν κοὐδὲν βεβρωκώς, ἀλλά γὰρ στέφανον ἔχων Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 3, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 391, κτλ.

Spanish (DGE)

(ἀνᾱρίστητος) -ον
que no ha almorzado Eup.68, Ar.Fr.454, Gal.15.562.

Greek Monolingual

ἀναρίστητος, -ον (Α) αναριστώ
αυτός που δεν προγευμάτισε.

Russian (Dvoretsky)

ἀνᾱρίστητος: Arph. = ἀνάριστος.