ἀδῇος: -ον, συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀδήϊος.
v. ἀδήϊος.
-ον• Alolema(s): ἀδήιος A.R.4.647no dañado, no atacado πόλις S.OC 1533•de pers. A.R.l.c.; cf. δάϊς.
ἀδῇος: -ον, συνηρ. αντί ἀδήϊος.
ἀδῇος: стяж. к ἀδήϊος.