παράγειος
English (LSJ)
ον, (γῆ)
A haunting the shallow water near the shore, ζῷα π., opp. πελάγια, Arist.HA602a16; of sea-plants, Thphr.HP4.6.7.
German (Pape)
[Seite 474] an dem Lande, Arist. H. A. 8, 19.
Greek (Liddell-Scott)
παράγειος: -ον, (γῆ) ὁ συχνάζων εἰς τὰ ἀβαθῆ ὕδατα τὰ παρὰ τὴν γῆν, ζῷα παράγεια, ἀντίθετον τῷ πελάγια, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 18.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για ψάρια ή θαλάσσια φυτά) αυτός που ζει στα ρηχά νερά και κοντά στην παραλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -γειος (< γη), πρβλ. υπό-γειος].
Russian (Dvoretsky)
παράγειος: прибрежный, держащийся берега (ζῷα Arst.).