aor. 1 of ἐνωθέω, A.R.4.1243.
ἐνέωσα: ἀόρ. α΄ τοῦ ἐνωθέω, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1243.
v. ἐνωθέω.
ἐνέωσα: aor. к ἐνωθέω.