δυσάνεκτος
English (LSJ)
ον,
A = δυσανάσχετος 1, interpol. in X.Mem.2.2.8, cf. Gal.7.181. Adv. -τως Poll.3.130.
German (Pape)
[Seite 675] = δυσανάσχετος, Xen. Mem. 2, 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
δυσάνεκτος: -ον, = δυσανάσχετος Ι, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσ-, ἀνέχω.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícilmente soportable ὀδύνη Gal.1.181, cf. Stob.4.25.54.
2 adv. -ως en forma difícilmente soportable Poll.3.130.
Greek Monolingual
δυσάνεκτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα γίνεται ανεκτός, ο αφόρητος.
Greek Monotonic
δυσάνεκτος: -ον, = δυσανάσχετος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
δυσάνεκτος: невыносимый (πράγματα Xen.).