θᾶσθε,
A v. Θάομαι.
θᾶσαι: θᾶσθε, ἴδε ἐν λ. θάομαι.
θᾶσαι: Δωρ. αντί θῆσαι, προστ. αορ. αʹ του θάομαι.
θᾶσαι: imper. aor. к θάομαι II.