ἀφορολόγητος

Revision as of 06:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A not subjected to tribute, IG22.1009.41, GDI5160.10 (Cret.), OGI223 (Erythrae, iii B. C.), Plb.4.25.7, LXX 1 Es.4.50, Plu. Flam.10.

German (Pape)

[Seite 414] frei von Tribut, Pol. 4. 25 u. öfter; Diod. Sic. Dion. Hal. 3, 60.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφορολόγητος: -ον, μὴ ὑποκείμενος εἰς φορολογίαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3045. 20. Πολύβ. 4. 25. 7. Ἑβδ.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἀφορολόγιστος Ps.Callisth.72.10
exento de tributos de ciu. y ciudadanos IEryth.31.23 (III a.C.), IMylasa 644.9 (II a.C.), IG 22.1009.41 (II a.C.), Plb.4.25.7, D.S.17.24, Plu.Flam.10, χώρα LXX 1Es.4.50, χέρσος PTeb.737.22 (II a.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀφορολόγητος, -ον)
αυτός που δεν φορολογείται
νεοελλ.
όποιος δεν εξαναγκάστηκε να δώσει κάτι.

Russian (Dvoretsky)

ἀφορολόγητος: не обложенный податью или данью Polyb., Diod., Plut.