εως, ἡ,
A = τιθασεία, Plu.2.441e, Alex.Aphr. in Top.370.28.
τῐθάσευσις: -εως, ἡ, = τιθασεία, Πλούτ. 2. 441Ε.
εως (ἡ) :action d’apprivoiser.Étymologie: τιθασεύω.
τῐθάσευσις: εως ἡ приручение Plut.