ταραχωδῶς

Revision as of 06:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

French (Bailly abrégé)

adv.
avec trouble;
Sp. ταραχωδέστατα.
Étymologie: ταραχωδής.

Russian (Dvoretsky)

τᾰρᾰχωδῶς: 1) в смятении (ζῆν Isocr.);
2) спутанно, сбивчиво: τ. ὑπολαμβάνειν περί τινος Isocr. путанно судить о чем-л.;
3) мятежно (ἔχειν πρός τινα Dem.).