φαιότης

Revision as of 06:34, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Greek (Liddell-Scott)

φαιότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. ἀφῃρημένον τοῦ φαιός, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 2. 9, 5.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α φαιός
η ιδιότητα του φαιού.

Russian (Dvoretsky)

φαιότης: ητος ἡ темная окраска, серый тон Arst.