ψακαλοῦχος

Revision as of 06:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ον, (ἔχω)

   A having young, μητέρες ψ. mothers with their young, S.Fr.793 (anap.); cf. ψαικαλοῦχον.

German (Pape)

[Seite 1390] Junge habend, μητέρες, Mütter mit ihren Jungen, Soph. frg. 962.

Greek (Liddell-Scott)

ψᾰκᾰλοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων νεογνά, μητέρες ψ., μετὰ τῶν νεογνῶν αὐτῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 962.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει νεογνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάκαλον «νεογνό» + -οῦχος (< ἔχω)].

Russian (Dvoretsky)

ψᾰκᾰλοῦχος: имеющий детенышей (μητέρες αἶγες Soph.).