ἀφόρυκτος

Revision as of 06:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A unspotted, unstained, AP9.323 (Antip.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφόρυκτος: -ον, ἀκηλίδωτος, καθαρός, Ἀνθ. Π. 9. 323.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non souillé.
Étymologie: ἀ, φορύσσω.

Spanish (DGE)

-ον
impoluto, sin mácula, δούρατα AP 9.323.1 (Antip.).

Greek Monotonic

ἀφόρυκτος: -ον (φορύσσω), ακηλίδωτος, μη λεκιασμένος, καθαρός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφόρυκτος: ничем не запятнанный (δούρατα Anth.).