καταλωβάω

Revision as of 06:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A mutilate, Plb.15.33.9.

German (Pape)

[Seite 1362] verstümmeln, κατελώβησαν, Pol. 15, 33, 9.

Greek (Liddell-Scott)

καταλωβάω: ἀκρωτηριάζω, καταστρέφω, τὰ μέλη τοῦ πεσόντος κατέσπων, ἕως ὅτου κατελώβησαν πάντας Πολύβ. 15. 33, 9.― Μέσ., κατελωβήσαντο ἑαυτοὺς καὶ διέφθειραν Θεόδ. Μετοχ.

Russian (Dvoretsky)

καταλωβάω: увечить, калечить (τινα Polyb.).