ἐμπεριληπτικός

Revision as of 06:45, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ή, όν,

   A comprehending, inclusive, τινός A.D.Synt.36.1, al.: abs., ἐ. τρόπος Epicur.Nat.28.2.

German (Pape)

[Seite 812] ή, όν, in sich enthaltand, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπεριληπτικός: -ή, -όν, ὁ ἐμπεριλαμβάνων, περιληπτικός, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 171, Ἀπολλ. Δ. π. Συντάξ. 36. 1.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
inclusivo, que comprende o abarca c. gen. ἀνάγκη οὖν ἐστι προσγίνεσθαι τὸ ἄρθρον τῷ ἐμπεριληπτικῷ τοῦ μέρους es obligatorio que el artículo se añada a lo que es inclusivo de la parte A.D.Synt.36.1, cf. 38.22, 39.5, θέλουσιν ... τὸ δεύτερον σημαινόμενον ἐμπεριληπτικὸν εἶναι τοῦ πρώτου S.E.M.11.30.

Greek Monolingual

ἐμπεριληπτικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που συμπεριλαμβάνει κάτι.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπεριληπτικός: охватывающий, содержащий в себе (τινος Sext.).