εὔστερνος

Revision as of 06:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ον,

   A broad-chested, Man.4.96; δαμάλεις Gp.17.2.1: metaph., χοάνοισι, of the earth, Emp.96.1.

German (Pape)

[Seite 1099] mit guter, starker Brust, λέων Man. 4, 96; Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

εὔστερνος: -ον, ἔχων καλὰ καὶ εὐρέα στέρνα, Ἐμπεδ. 221, Μανέθων 4. 96.

Greek Monolingual

εὔστερνος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει πλατύ στέρνο («εὐστέρνοιο λέοντος», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στέρνον.

Russian (Dvoretsky)

εὔστερνος: широкогрудый, т. е. обширный (χόανοι Emped. ap. Arst.).