ἀπελευθέρωσις

Revision as of 06:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A emancipation, δούλων D.17.15, cf. Plu.Publ.7, PGnom.60 (ii A. D.), BGU96.10 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 286] ἡ, das Freilassen, δούλων Dem. 17, 15; Plut. Poplic. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπελευθέρωσις: -εως, ἡ, ἀπόδοσις ἐλευθερίας ὡς καὶ νῦν, δούλων Δημ. 215. 25.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
affranchissement.
Étymologie: ἀπελευθερόω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
emancipación δούλων D.17.15, cf. Plu.Publ.7, τοὺς ... [ἄρχοντας γρά] ψαι τὰν Σωσικλέος ἀπελευθέρωσιν εἰς τὸν βωμόν IG 5(2).345.4, cf. 17 (Orcómeno II/I a.C.), νομίμη δέ ἐστιν [ἀ] πελευθέρωσις, ἐὰν ... PGnom.19 (II d.C.), cf. BGU 96.10 (III d.C.).

Greek Monotonic

ἀπελευθέρωσις: -εως, ἡ, χειραφέτηση, απόδοση ελευθερίας σε κάποιον που την έχει στερηθεί, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπελευθέρωσις: εως ἡ отпущение на волю (δούλου Dem., Plut.).