[Seite 875] fut., ἐξεδήδοκα perf. zu ἐξεσθίω.
fut. de ἐξεσθίω.
ἐξέδομαι: μέλ. του ἐξεσθίω.
ἐξέδομαι: fut. к ἐξεσθίω.