προσμαθητέον

Revision as of 07:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A one must learn besides, X.Oec.13.1.

Greek (Liddell-Scott)

προσμᾰθητέον: ῥηματ. ἐπίθ., τοῦ προσμανθάνειν, δεῖ προσμανθάνειν, Ξεν. Οἰκ. 13, 1.

Greek Monotonic

προσμᾰθητέον: ρημ. επίθ., πρέπει να μάθουμε ακόμη περισσότερο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προσμᾰθητέον: adj. verb. к προσμανθάνω.