ἐναγικός

Revision as of 07:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of an ἐναγής, Χρήματα Id.2.825c.

German (Pape)

[Seite 824] ή, όν, = ἐναγής, von Sachen, Plut. polit. praec. 32 p. 201, χρήματα, das Vermögen der Verbrecher.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναγῐκός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἄνθρωπον ἐναγῆ, χρήματα ἐναγικὰ Πλούτ. 2. 825Β.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne une personne ou une chose maudite.
Étymologie: ἐναγής.

Spanish (DGE)

-ή, -όν maldito, impuro χρήματα Plu.2.825b.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐναγικός, -ή, -όν)
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε άνθρωπο εναγή («χρημάτων εναγικών», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐνᾰγικός: пораженный проклятием, запятнанный преступлением (χρήματα Plut.).