ψευδόδειπνον

Revision as of 07:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

τό,

   A false, unreal repast, A.Fr.258 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1394] τό, falsche, trügerische Speise, Mahlzeit, Aesch. frg. 238 bei Ath. X, 421.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδόδειπνον: τό, ψευδές, οὐχὶ πραγματικὸν δεῖπνον, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 251.

Greek Monolingual

τὸ, Α
φανταστικό, όχι πραγματικό δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + δεῖπνον.

Russian (Dvoretsky)

ψευδόδειπνον: τό мнимая (ненасыщающая) трапеза Aesch.