προτρεπτικῶς
French (Bailly abrégé)
adv.
de façon à persuader.
Étymologie: προτρεπτικός.
Russian (Dvoretsky)
προτρεπτικῶς: убедительно (κατάρχεσθαι Luc.).
adv.
de façon à persuader.
Étymologie: προτρεπτικός.
προτρεπτικῶς: убедительно (κατάρχεσθαι Luc.).