A v. ὁμιλαδόν.
[Seite 331] = ὁμιλαδόν, Hes. Sc. 170.
ὁμῑληδόν: Ἐπίρρ., = ὁμιλαδόν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 170.
ὁμῑληδόν: επίρρ., = ὁμιλαδόν, σε Ησίοδ.
ὁμῑληδόν: adv. Hes. = ὁμιλαδόν.