πόλεων

Revision as of 07:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

gen. pl. of πόλις:—but πολέων, Ion. gen. pl. of πολύς.

Greek (Liddell-Scott)

πόλεων: γεν. πληθ. τοῦ πόλις· ― ἀλλὰ πολέων, Ἰων. γεν. πληθ. τοῦ πολύς.

French (Bailly abrégé)

gén. pl. de πόλις.

Greek Monotonic

πόλεων: γεν. πληθ. του πόλις. II. πολέων, Ιων. αντί πολλῶν, γεν. πληθ. του πολύς.

Russian (Dvoretsky)

πόλεων: gen. pl. к πόλις.