καλαμητομία

Revision as of 07:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

Ep. κᾰλᾰμητομίη, ἡ,

   A cutting of stalks, reaping, AP6.36 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1306] ἡ, das Halmabschneiden, Mähen, Philp. 19 (VI, 36).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de couper les tiges, moisson.
Étymologie: καλαμητόμος.

Greek Monolingual

καλαμητομία και καλαμητομίη, ἡ (Α) καλαμητόμος
το κόψιμο τών καλαμιών του σταριού, θερισμός.

Greek Monotonic

κᾰλᾰμητομία: ἡ (τέμνω), θερισμός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλᾰμητομία: ἡ косьба, жатва Anth.