poet. ἀμβ-, τό,
A = ἀναβόησις, A.Ch.34.
ἀναβόᾱμα: ποιητ. ἀμβ-, -ατος, τό, δυνατή κραυγή, σε Αισχύλ.
ἀναβόᾱμα: поэт. ἀμβόαμα, ατος τό крик, вопль Aesch.