γλυκύτης

Revision as of 07:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A sweetness of taste, Hdt.4.177, Thphr.CP6.9.4; ὑδάτων D.S.4.84, cf. Arr.Peripl.M.Eux.49.    2 sweetness, pleasantness, γ. φυσική, of life, Arist.Pol.1278b30; τῆς λέξεως D.H.Comp.11; μέλος καὶ γ. Phld.Mus.p.49K.; of persons, Plu.2.67b: in pl., delights, ἐπιθυμίαι πονηραὶ καὶ γλυκύτητες Phld.Lib.p.61 O.

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκύτης: -ητος, ἡ, γλυκύτης τῆς γεύσεως, Ἡρόδ. 4. 177, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 6. 9, 4. 2) εὐφροσύνη, ἡδύτης, τοῦ ζῆν Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 5· τῆς λέξεως Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 11· ἐπὶ προσώπων, Πλούτ. 2. 67B.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
douceur ; fig. charme, agrément.
Étymologie: γλυκύς.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ

• Morfología: [ac. sg. γλυκύτηταν IIasos 386.1 (II/III d.C.)]
1 sabor dulce, dulzorde frutos, Hdt.4.177, Thphr.CP 6.9.4, de la miel, Herm.Mand.5.1.5, I.AI 3.28, de la leche, Aristid.Quint.71.12, de alimentos, Gal.17(2).180, de aguas op. lo ‘salobre’, D.S.4.84
como concepto dulzor Plot.3.6.9, 4.4.29.
2 fig. dulzura, encanto γ. φυσική Arist.Pol.1278b30, cf. D.H.Comp.11.2, Phld.Mus.p.49K., ref. pers. γ. τοῦ νουθετοῦντος Plu.2.67b, πᾶσιν γλυκύτηταν ἔχων IIasos l.c., de Afrodita Cat.Cod.Astr.8(2).156.21, en plu. ἐπιθυμίαι ... καὶ γλυκύτητες Phld.Lib.p.61, de Cristo, 1Ep.Clem.14.3.

Greek Monotonic

γλῠκύτης: -ητος, ἡ (γλυκύς), γλυκύτητα, ηδύτητα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

γλῠκύτης: ητος ἡ
1) сладкий вкус, сладость (τοῦ τοῦ λωτοῦ καρποῦ Her.; συκώδης Arst.);
2) пресность (ὑδάτων Diod.);
3) сладость, наслаждение, радость (τοῦ ζῆν Arst.);
4) ласковость, кротость (τῆς νουθεσίας Plut.).