τραχυόστρακος

Revision as of 07:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ον,

   A rough-shelled, Arist.HA528a23.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχυόστρᾰκος: -ον, ὁ ἔχων τραχὺ ὄστρακον, ἔστι δ’ ὁ κτεὶς τραχυόστρακος Ἀθήν. 88Β (ἐκ τοῦ Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 16).

Greek Monolingual

και τραχεόστρακος, -ον, Α
αυτός που έχει τραχύ, σκληρό όστρακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -όστρακος (< ὄστρακον), πρβλ. μαλακ-όστρακος, σκληρ-όστρακος].

Russian (Dvoretsky)

τρᾱχυόστρᾰκος: с неровной раковиной (sc. κόγχαι Arst.).