ἐμπληστέος

Revision as of 07:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

α, ον, (ἐμπίμπλημι)

   A to be filled with, ὄγκου Pl.R.373b.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπληστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐμπίπλημι, πρέπει νὰ ἐμπλησθῇ, νὰ γεμισθῇ τι μέ τι, ἀλλ’ ἤδη ὄγκου ἐμπληστέα (ἡ πόλις) καὶ πλήθους Πλάτ. Πολ. 373Β.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ἐμπίπλημι.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe ser llenado de c. gen. (πόλις) ὄγκου ἐμπληστέα καὶ πλήθους Pl.R.373b.

Greek Monotonic

ἐμπληστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του ἐμπίπλημι, αυτό που πρέπει να γεμιστεί με κάτι, τινός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπληστέος: adj. verb. к ἐμπίπλημι.