adv.en Lycie avec mouv.Étymologie: Λυκία, -δε.
Λυκίηνδε (Α)επίρρ. προς τη Λυκία.[ΕΤΥΜΟΛ. < Λυκίη (αιτ. Λυκίην) + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. Ιθάκην-δε, Κρήτην-δε)].
Λῠκίηνδε: adv. в Ликию Hom.