στροφίς

Revision as of 07:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,=

   A στρόφιον 1, E.Andr.718.

German (Pape)

[Seite 957] ίδος, ἡ, dim. von στρόφος, = στρόφιον, πλεκτὰς ἱμάντων στροφίδας ἐξανήσομαι, Eur. Andr. 719.

Greek (Liddell-Scott)

στροφίς: -ίδος, ἡ, = στρόφιον, Εὐρ. Ἀνδρ. 718.

Greek Monotonic

στροφίς: -ίδος, ἡ, = στρόφιον, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

στροφίς: ίδος (ῐδ) ἡ [demin. к στρόφος повязка: ἱμάντων στροφίδες Eur. ременные путы.