λιθόβολος

Revision as of 07:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Greek Monolingual

λιθόβολος, -ον (Α)
αυτός πού λιθοβολεῑται, λιθόβλητος («ἃ δράκοντος αἷμα λιθόβολον κατειργάσω», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -βολος (< βόλος < βάλλω). Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημ.].

Russian (Dvoretsky)

λῐθόβολος: пролившийся от удара камня (δράκοντος αἷμα Eur.).