λιθόβολος, -ον (Α)
αυτός πού λιθοβολεῑται, λιθόβλητος («ἃ δράκοντος αἷμα λιθόβολον κατειργάσω», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -βολος (< βόλος < βάλλω). Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημ.].
λῐθόβολος: пролившийся от удара камня (δράκοντος αἷμα Eur.).