κρῆσαι

Revision as of 07:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Greek (Liddell-Scott)

κρῆσαι: ἀντὶ κεράσαι, ἀπαρέμφ. ἀορ. αʹ ἐνεργ. τοῦ κεράννυμι, Ὅμηρ.

Greek Monotonic

κρῆσαι: Επικ. αντί κεράσαι, απαρ. αορ. αʹ του κεράννυμι.

Russian (Dvoretsky)

κρῆσαι: эп. inf. aor. 1 к κεράννυμι.