Adv. pf. part. Pass. of ἀναφλάω, q. v.
[Seite 201] adv. von ἀναφλάω, Ar. Lys. 1099.
ἀναπεφλασμένως: ἐπίρρ. ἐκ τῆς μετοχῆς τοῦ παθ. πρκμ. τοῦ ἀναφλάω, ὃ ἴδε.
ἀναπεφλασμένως: в возбужденном состоянии, возбужденно Arph.