Τυρρηνίς

Revision as of 07:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A = Τυρσηνίς (q. v.), [νῆες] Thphr.HP5.8.3.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f;
c.
Τυρρηνικός.

Greek Monolingual

και ιων. τ. Τυρσηνίς, -ίδος, ἡ, Α
βλ. Τυρρηνός.

Russian (Dvoretsky)

Τυρρηνίς: ион. и староатт. Τυρσηνίς, ίδος adj. f тирренская (Σκύλλη Eur.).