φανεῖμεν: ἀντὶ φανείημεν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 786.
φανεῖμεν: ποιητ. αντί -είημεν. αʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του φαίνω.
φανεῖμεν: (= φανείημεν) 1 л. pl. aor. opt. pass. к φαίνω.