Φειδιππίδης
Greek (Liddell-Scott)
Φειδιππίδης: -ου, ὁ, κωμικὸν πατρωνυμικ. ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. ― Ὑποκορ. Φειδιππίδιον, τό, αὐτόθι 81.
Russian (Dvoretsky)
Φειδιππίδης: ου ὁ Фидиппид (действующее лицо в комедии «Νεφέλαι») Arph.
Φειδιππίδης: -ου, ὁ, κωμικὸν πατρωνυμικ. ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. ― Ὑποκορ. Φειδιππίδιον, τό, αὐτόθι 81.
Φειδιππίδης: ου ὁ Фидиппид (действующее лицо в комедии «Νεφέλαι») Arph.