φιλόκυβος

Revision as of 07:51, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ον,

   A fond of dice, Ar.V.75, Arist.Phgn.808a31, Poll.6.167.

German (Pape)

[Seite 1281] die Würfel, das Würfelspiel liebend, Ar. Vesp. 75.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόκῠβος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς κύβους, Ἀριστοφ. Σφ. 75, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 13, Πολυδ. Ϛ΄, 168.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime les dés.
Étymologie: φίλος, κύβος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός στον οποίο αρέσουν τα ζάρια, τα τυχερά παιχνίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κύβος «ζάρι»].

Greek Monotonic

φῐλόκῠβος: -ον, αυτός που αγαπά τους κύβους, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

φιλόκῠβος: любящий (игру в) кости Arph., Arst.