φευκτιάω

Revision as of 07:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

Desiderat. from φεύγω,

   A wish to flee, Arist.Fr.130.

German (Pape)

[Seite 1267] desid. von φεύγω, ich habe Lust, Verlangen zu fliehen, möchte gern fliehen, Arist. bei Schol. Il. 16, 283.

Greek (Liddell-Scott)

φευκτιάω: ἐφετικὸν ἐκ τοῦ φεύγω, ἐπιθυμῶ νὰ φύγω, δεινότατον τῶν ἐπῶν Ὁμήρου τοῦτό φησιν Ἀριστοτέλης, ἐν ᾧ πάντες φευκτιῶσι, καὶ οἰκεῖον βαρβάρων Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Π. 283 (Ἀριστοτ. Ἀποσπ. 129).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir envie de fuir.
Étymologie: φεύγω.

Russian (Dvoretsky)

φευκτιάω: Arst. = φευξείω.