ἐψευσμένως

Revision as of 08:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass., (ψεύδομαι)

   A falsely, wrongly, Pl. Lg.897a, Str.1.2.30, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐψευσμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. Παθ. πρκμ. τοῦ ψεύδομαι, ψευδῶς, ἀπατηλῶς, Πλάτ. Νόμ. 897Α, Στράβ. 63.

Greek Monolingual

ἐψευσμένως (Α)
επίρρ. ψευδώς, απατηλά, λανθασμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη μτχ. παρακμ. εψευσμένος του ψεύδομαι].

Russian (Dvoretsky)

ἐψευσμένως: ложно Plat.