ἐψευσμένως
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass., (ψεύδομαι)
A falsely, wrongly, Pl. Lg.897a, Str.1.2.30, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐψευσμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. Παθ. πρκμ. τοῦ ψεύδομαι, ψευδῶς, ἀπατηλῶς, Πλάτ. Νόμ. 897Α, Στράβ. 63.
Greek Monolingual
ἐψευσμένως (Α)
επίρρ. ψευδώς, απατηλά, λανθασμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη μτχ. παρακμ. εψευσμένος του ψεύδομαι].
Russian (Dvoretsky)
ἐψευσμένως: ложно Plat.