ἑλεόθρεπτος

Revision as of 08:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον, (ἕλος)

   A marsh-bred, σέλινον Il.2.776, Nic.Th.597.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλεόθρεπτος: -ον, (ἕλος) ὁ ἐν τοῖς ἕλεσι τρεφόμενος, λωτὸν ἐρεπτόμενοι ἑλεόθρεπτόν τε σέλινον Ἰλ. Β. 776.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui croît litt. se nourrit dans les marais ou les marécages.
Étymologie: ἕλος, τρέφω.

Greek Monotonic

ἑλεόθρεπτος: -ον (ἕλος, τρέφω), αυτός που τρέφεται σε έλος, ελόβιος.

Russian (Dvoretsky)

ἑλεόθρεπτος: растущий на болоте, болотный (σέλινον Hom.).