γαμόρος

Revision as of 08:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ὁ, Dor. for γημόρος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 473] dor. = γημόρος, s. γεωμόρος.

Greek (Liddell-Scott)

γᾱμόρος: Δωρ. ἀντὶ γημόρος.

French (Bailly abrégé)

dor. c. γεωμόρος.

Spanish (DGE)

v. γεωμόρος.

Greek Monolingual

ο
βλ. γεωμόρος.

Greek Monotonic

γᾱμόρος: ὁ, Δωρ. αντί γημόρος.

Russian (Dvoretsky)

γᾱμόρος: дор. = γεωμόρος.