ἐγκυκλέομαι

Revision as of 08:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

Pass.,

   A roll or rotate in the sockets, of the joints, Hp. de Arte 10.    II in com. sense, to be cooped up, οὐκ οἶδ' ὅπῃ ἐγκεκύκλησαι Ar.V.699.    III Med., surround, Plu.TG5; τοὺς ἀμφὶ πλουσίαν τράπεζαν - κυκλουμένους Id.2.50d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκυκλέομαι: παθ. περιστρέφομαι, στρέφομαι, «γυρίζω» ἐντὸς τῶν κοτυλῶν, περὶ τῶν ἄρθρων τοῦ σώματος, Ἱππ. 6. 37. ΙΙ. ἐπὶ κωμ. ἐννοίας, «φέρομαι γύρῳ», ἐξαπατῶμαι, οὐκ οἶδ’ ὅπη ἐγκεκύκλησαι Ἀριστοφ. Σφ. 699. ― Πρβλ. ἐκκυκλέω. ΙΙΙ. Μέσ., περιβάλλω, περικυκλώνω, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 5.

Greek Monotonic

ἐγκυκλέομαι: Παθ., περιστρέφω τα μάτια· μεταφ., εξαπατούμαι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκυκλέομαι: досл. (в чем-л.) вращаться, вертеться, ирон. быть одурачиваемым Arph.