μονάξ

Revision as of 08:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A v. μουνάξ.

Greek (Liddell-Scott)

μονάξ: ἴδε μουνάξ.

French (Bailly abrégé)

ion. μουνάξ;
adv.
isolément.
Étymologie: μόνος.

Greek Monolingual

μονάξ (ΑΜ)
επίρ. βλ. μουνάξ.

Russian (Dvoretsky)

μονάξ: ион. μουνάξ adv.
1) отдельно, особо (ὀρχήσασθαι Hom.);
2) в одиночку (κτεινόμενοι Hom.).