pf. Act. de κλίνω.
κέκλῐκα: παρακ. του κλίνω· κέκλῐμαι, Παθ. κέκλῐτο, Επικ. γʹ ενικ. Παθ. υπερσ.
κέκλῐκα: pf. к κλίνω.