παρτιθεῖ

Revision as of 08:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. prés. ind. épq. de παρατίθημι.

English (Autenrieth)

see παρατίθημι.

Greek Monotonic

παρτιθεῖ: ποιητ. αντί παρατιθεῖ, γʹ ενικ. του παρατίθημι.

Russian (Dvoretsky)

παρτιθεῖ: эп. 3 л. sing. praes. к παρατίθημι.