λαχνᾱεις 1 shaggy Σικελία τ' αὐτοῦ (= Τυφῶνος) πιέζει στέρνα λαχνάεντα (P. 1.19)
λαχνάεις: άεσσα, ᾶεν дор. = λαχνήεις.